Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020

ΑΛΛΟΤΕ Η ΧΑΡΑ ΗΤΑΝΕ ΠΙΟ ΒΑΘΥ ΠΟΤΑΜΙ ΜΕ ΚΡΥΣΤΑΛΛΑ ΜΟΝΑΧΙΚΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ

 Περίμενα όλο το βράδυ με τα μύρα

είχε πεθάνει μια γυναίκα τα χαράματα

οι άνεργοι με τα φτιάρια περίμεναν στην πρωινή πλατεία του ταχυδρομείου

λίγο σκοτάδι έμενε ακόμα

και βασίλευεν η θαλπωρή που δίνει η μια καρδιά δυστυχισμένη με την άλλη –

της χαραυγής μικρά εστιατόρια φως αχνισμένο πάνω στους υαλοπίνακες.

Η Αττική τη νέαν ημέρα ύφαινε στα μάτια

πονούσαν μεσ’ στους άδειους δρόμους τα βήματα ο βαθύς αυτός όρθρος.

Άλλοτε η χαρά ήτανε πιο βαθύ ποτάμι με κρύσταλλα μοναχικά στην επιφάνεια

μ’ ένα θεό κρυμμένο καθαρά και δένδρα μόλις καθρεφτισμένα.

Βαθύ ποτάμι της ιαχής τώρα βαδίζω στην οδό

κι οι άνθρωποι δεν έχουν λόγια να μιλήσουν τι να πουν…

Κοντές ελληνίδες άτονες μητέρες καθαρίστριες

πηγαίνουν στα σιωπηλά οικήματα με λίγη άμυνα ρουχισμού

στο κρύο τόσο λίγη δεν έχουν στα φτηνά φουστάνια τους άνθη.

Κι άλλες γυναίκες μάταια προσμένουν έρωτα θάνατο χαρτονόμισμα

είναι αργά η νύχτα στάθηκε σκληρή…

Δίνω το χαρτονόμισμα και χάνομαι

φεύγω μακριά μη μου φωνάζεις

η ερημιά μου είναι άσπρη βρομερή.

Κι άλλες γυναίκες πλένουν τις θύρες όπου θα ’μπει ο διάβολος

λίαν πρωί στη δούλεψή του σκύβουν.

Η κόλαση λοιπόν είναι η πατρίδα μας

αμάρτημα υψώνεται ο μαύρος καπνός των εργοστασίων ψηλά στο ξημέρωμα.

Κι όμως άλλοτε η χαρά ήτανε το ποτάμι.

Όχι εδώ στη ρημαγμένη γη μα στους ουράνιους κόσμους

εκεί με τη μονάχη μου ψυχή.

[ΑΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΑΥΤΗ ΤΗ ΝΕΟΤΗΤΑ, από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961, με ποιήματα που γράφτηκαν και τα περισσότερα δημοσιεύτηκαν μέσα στην επταετία Φθινόπωρο 1953 έως το Φθινόπωρο του 1960]

Τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961 είναι η πρώτη ενότητα στη συγκεντρωτική έκδοση Νίκος Καρούζος ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α’ τόμος 1961-1978, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία.

Απ’ αυτή την έκδοση ανθολογούνται τα παρακάτω (ΤΙΤΛΟΣ και πρώτοι στίχοι):

1.   ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕΣ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, Γυρίζει μόνος στα χείλη του παντάνασσα σιωπή…

2.   ΑΓΓΙΖΟΝΤΑΣ, μ’ ένα φύλλο στα χέρια μου πάλι θλίβομαι

3.   ΤΟ ΦΥΛΛΩΜΑ, Ήλιος βαθύς απ’ την αρχαία μητρότητα

4.   ΤΑ ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΑ ΤΩΝ ΘΑΝΑΣΙΜΩΝ, Η μοίρα μου είναι στον υάκινθο

5.   ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ, Ουρανέ ολόκληρε ανοίγει το άνθος της φωνής μου ψηλά

6.   ΤΑ ΛΥΠΗΡΑ, Μικρή κλίμαξ της ψυχής και του θανάτου…

7.   Η ΛΙΤΑΝΕΥΣΗ, Όταν παρέσυρε στη νύχτα που έλεγαν «ο άγιος θα περάσει απόψε»…

8.   ΤΡΟΜΟΣ και ο ΗΛΙΟΣ, Ανέζησε το  καλοκαίρι…

9.   ΠΑΛΙΝΤΟΝΟΣ ΑΡΜΟΝΙΗ, Μοβ είναι το γκρίζο περιστέρι ολόγυρα  και

10.               Τ’ ΑΝΘΗ ΒΡΟΧΕΡΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΩΝ ΩΡΩΝ ΜΟΥ, Έρωτα καταστρέφεις…

 

 



ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕΣ’ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ (από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961)

ΕΙΚΟΝΑ

Γυρίζει μόνος

στα χείλη του παντάνασσα σιωπή

συνέχεια των πουλιών τα μαλλιά του.

Ωχρός

με βουλιαγμένα όνειρα κι ανέγγιχτος

νερό τρεχάμενο στα ρείθρα, ωχρός

έλληνας.

Πάντα ο δρόμος μες τα μάτια του

κι η λάμψη απ’ τη φωτιά

που καταλύει

τη νύχτα.

Γυρίζει μόνος

στα χέρια του κλαδί από ελιά

γεμάτος πόνο χάνεται στα δειλινά

αισθάνεται

πως όλα χάθηκαν.

Μην του μιλάτε είναι άνεργος

τα χέρια στις τσέπες του

σαν δυο χειροβομβίδες.

Μην του μιλάτε δε μιλούν στους καθρέφτες.

Άνθη της λεμονιάς

λουλούδια του ανέμου

στεφάνωσέ τον Άνοιξη

τον κλώθει ο θάνατος.

 

ΕΝΑΝΤΙΟΣ

Ο θάνατος ωρίμασε τα μάτια μου αυτός

κάθε πρωί φορά τα λιγοστά μου ενδύματα κι αρχίζει

με την πρώτη καλημέρα

ρίχνει το αρχαίο βέλος στα στήθη των γυναικών

όπως τον σφάζουν συνταρακτικά

οι επιθυμίες μες στο κορμί του.

Ο θάνατος έχει το πλοίο και με ταξιδεύει

στον ουρανό στους κήπους

στην ερχόμενη ματιά μετά την άλλη

και με φέρνει εδώ στο μακρινό καφενέ.

Οι ώρες θα κυλήσουν αύριο πάλι

αλλά μην κάνετε το λάθος

ίδιες δεν θα ’ναι

παρά μεγαλώνουν τα βάσανα των ελλήνων

ξεχειλίζει το ποτήρι πονούν πιότερο

τα πλευρά μου στη σκληρή στρωμνή.

Μονάχα περιμένω τα βραδάκια

σχίζουν μ’ άρωμα το αγέρι

κλείνονται κι αυτά στην προσμονή

θέλουν χαρά, δεν έχουν τα βραδάκια.

Είναι ο θάνατος που στρέφει τις λαβές στις θύρες

σφαλίζει την καρδιά.

Και μέσα μου τραβά το δρόμο

προς το ακατοίκητο σπίτι –

ακούω στην αιώνια γειτονιά

πικραμένοι κουβεντιάζουν κάτω απ’ τν σκονισμένο λαμπτήρα

και στα παράθυρα του καλοκαιριού

ακούω δείπνα.

Ψηλά η νύχτα μοιάζει έρωτας

αυτοκτονεί ο διάττων.

Είμαι ένας άνθρωπος φανταστικός

 

ανάσκελα προσηλωμένος

τρυπώ με ιδανικά το ταβάνι

 

ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

Φτώχεια φωτιά φαρμάκι ο τόπος.

Μονόξυλα οι έλληνες μες στα χρώματα των επιγραφών

κι ο έρωτας τελευταία ελπίδα

που έμπλεξε τα χέρια τόσων ζευγαριών

κόκκινο μπλε πράσινο

πορτοκαλί κίτρινο παραμύθι

τα μαύρα σου μαλλιά

που θα φιλούσα με δυο βήματα

γυναίκα ουράνια σκάλα.

Φτώχεια φωτιά φαρμάκι ο τόπος.

Κι αυτό το παλληκάρι απ’ τη θάλασσα

έτσι που σπάζει το φως στα μαλλιά του

χρωματιστές αχτίδες αποθεώνουν

το άνθος του κορμιού του.

Κι αυτό το παλληκάρι

με τον ιδρώτα του καλοκαιριού στη βλάστησή του.

Δρόμοι με τον καημό

Σταδίου αγαπημένη -

λείπουμε

όλα φράζονται

και συ πώς στέρεψες καρδιά μου…

Τώρα γυρίζει ο καιρός

φέρνει τη χλόη

και της γαλήνης τα νερά.

Μπορώ

γυρίζω τον καιρό

βγαίνω απ’ τις φλόγες…

Παιδιά γυναίκες άνδρες στην οδό

υπηρέτριες με τις δικές τους ώρες

στα στήθη προσμονή

ο Βαγγέλης

κι οι ένοχοι που τρέχουν

με ταχύτητα

πλέον των εκατό χιλιομέτρων

για να μη βλέπουμε

τα πρόσωπά τους.

 

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Ένας χαμένος άνθρωπος

πέρασε στα φώτα του κεντρικού δρόμου

σκυφτός

ακέραιος –

των άστρων.

Κι ενώ μοιράζουν τρόμο οι νυχτερινές επιγραφές

μ’ αυτά τα χρώματα τα νευρικά σε μιαν ατμόσφαιρα

που ανεβάζει το θόρυβο σε κίτρινα

μοβ κόκκινα μόρια σκόνης –

το χέρι που δεν το είδαμε ποτέ

ένα σκοτεινό χέρι

άρπαξε τις φωνές γύρω και τις έπνιγε

στο πέρασμα του ανθρώπου

κι όλοι ζητούσαν έλεος απ’ τον σπαραγμένο.

Τότε ανάμεσα ουρανού και γης

ο άγγελος στης πόλεως τα φώτα

πως δε θα υπάρχει ο χρόνος μεσ’ στο Κράτος Εκεινού

λέει δυνατά

με τις φτερούγες ανοιχτές ως πέρα

κρατιέται στα ηλεκτροφόρα σύρματα με τα χέρια

σπιθίζει ένα πράσινο θανάτου απ’ το βραχυκύκλωμα

όμως δεν καίγεται ο άγγελος

κάρβουνο δε γίνεται και δεν πέφτει

ακούγεται σαν βεγγαλικό το βραχυκύκλωμα

ο άγγελος δεν πέφτει

Κι ο άνθρωπος πέρασε στο όνειρό μου

στο λάκκο της νύχτας

εγώ ο ίδιος

έτρεμα

σφίγγοντας τη συνείδηση

(κι ήτανε τα σπλάχνα μου μονάχα)

όταν ακούστηκε η ουράνια φωνή

που έλεγε μεσ’ στη χρωματιστή ύλη:

Κουρελιάζεται ο θεός

τον γκρεμίζει ο Αυθέντης

μας κοροϊδεύουν

ο άνθρωπος πέρασε αβοήθητος.

 

ΜΥΡΑ ΚΙ ΑΝΘΗ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ

Βρίσκομαι στο σώμα μου ακόμη.

Ο ήλιος τόσο μακρύ μαύρο πανί

που το τραβώ σαν ταχυδακτυλουργός απ’ τα μάτια μου.

Είναι μαύρο

ατελείωτο στους ανέμους

στους δρόμους.

Εγώ δεν είδα τίποτ’ άλλο.

Προσμένω.

Λένε θα μοιράσει ο θεός χρυσάφι μες στην Άνοιξη

σ’ αυτήν εγώ δεν είδα να λάμπουν τ’ άστρα

δεν έκοψα ποτέ μου ένα-δυο κλάδους φως

απ’ το ουράνιο δένδρο.

Τι θα γίνω με τη φωτιά στα βάθη μου

χρόνοι περνούν

έρχονται χρόνια και βρίσκομαι στο σώμα.

Πόσο θα πονέσουμε εδώ

στον ελάχιστο πλανήτη…

Είναι μια χειρουργική επέμβαση που αργεί.

Πόσο θα βλέπουμε στο τζάμι τις ηλιαχτίδες

ακούω τα παιδιά

θέλω να βγω

ακούω τη γιορτή του μέλλοντος

είμαι δέσμιος.

Κάνε το χέρι του ορατό

φιλικό μου Πνεύμα

μέσα σε τόσα δευτερόλεπτα που είναι ο καιρός

ως τις πηγές σου.

Θα πεθάνω τόσο τσακισμένος

τόσο μακριά;

 

ΑΓΓΙΖΟΝΤΑΣ

Μ’ ένα φύλλο στα χέρια μου πάλι θλίβομαι

κρήνη βαθύτερη το νέο φθινόπωρο

άλλα νερά πιο κρύσταλλα

η σιωπή απ’ το δέρμα μου

απ’ τα νικημένα πια μάτια.

Βυθίζομαι στα φύλλα τόσο πεσμένα για πάντα.

Χάνομαι

αυτή την ώρα

προβάλλει αιωνιότητα το έρημο κλαδί

αν μένεις

ποιος

χάνεται

το πρόσωπό μου

στο τζάμι που το σχίζουν οι στάλες της βροχής

χάνεται…

Άλλος δρόμος είναι να γυρίσεις.

Φεύγοντας τη μεταμόρφωση

στου καφενείου τον κλειστό χώρο που ασφαλίζει

πίνω τον καφέ του πανικού

αρχίζει το ζεστό φλιτζάνι την αφή μου.

Γλυκιά ερήμωση του στήθους

η αγωνία μου βαραίνει στα σπλάχνα μου ευχάριστα.

Δε θα μπορούσα δίχως θάνατο.

Επάγγελμα: η ψυχή μου

ηλικία: -

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961]

 

ΤΟ ΦΥΛΛΩΜΑ (απ’ τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961)

Ήλιος βαθύς απ’ την αρχαία μητρότητα

-με τα πρώτα μεγάλα ερπετά –

ν’ άλλαζε τις αχτίδες του μια μέρα

και τα σπλάχνα μου ωσάν φύλλα –

της χαράς αυτό που ζω-

στο ένδοξο πρωί μονάχος

όταν από θεού σταλάζει μεσ’ στους κήπους.

Η πόλις είναι χαμένη πια

ν’ άλλαζε τις αχτίδες του στα καφενεία

τα πεζοδρόμια τα καταστρώματα τω ν οδών

έμβολα των ενστίκτων καθώς παλινδρομούν οι μάζες

από ένα μπαλκόνι της μοίρας μου

τόσο φτηνής

εγώ

κοιτάζω

Η πόλις είναι δύστυχη κι ο μικρός λαχειοπώλης

κλείσε σκοτεινά την καρδιά σου.

Αν

άλλαζε τις αχτίδες του ο ήλιος

ν’ άλλαζε η νύχτα

και τ’ αργυρά  της ομορφιάς πάνω στα δένδρα του σεληνόφωτος

ώστε ο έρωτας υπεράνω των αγγέλων στρέφοντας το φως

την υπαιθρία ολόξανθη κόρη

να πετάξει στην αγκαλιά μου…

Αν άλλαζε τις αχτίδες του.

Μα ο ήλιος τώρα εμπρός  από μένα

τυλίγει με χρυσάφι ένα φύλλωμα

το διασχίζει

τα μάτια μου αγγίζουν άρρητο τραγούδι.

Είναι το φύλλωμα κίτρινος χαρταετός πεσμένος

 

ΤΑ ΤΡΙΣΤΙΧΑ ΤΩΝ ΘΑΝΑΣΙΜΩΝ

Η μοίρα μου είναι στον υάκινθο.

Σ’ όλο το χόρτο ήλιος τραγικός και της θαλάσσης

η γενετήσια εικόνα.

 

Δεν άγγιξα καμιά χαρά όταν σε είδα. Μόνος

ανοίγω πάλι την καρδιά μου προς τ’ αστέρια

η νύχτα λάμπει μέσα της, άγνωστο φως για μένα.

 

Ήτανε μεσ’ στο βαθύ σκοτάδι ένα παληκάρι

το σεργιανούσε νήπιο η μάνα του στους κήπους

αλησμόνητε ήλιε…

 

Γαλάζιος μακριά πολύ, θα γυρίσω άνθη κρατώντας

Είναι ρωγμή στο στήθος η αγάπη.

 

Έρχεται απ’ το σκοτάδι πράος

τα μάτια του η φωνή του αηδονιού

έαρ γλυκύτερο απ’ τ’ άνθη.

 

Αηδόνι του γυμνού καιρού τραγουδάς την έλευση

ενώ οι γλαδίολοι γνωρίζουν άλλη ομορφιά τα βράδια

η ψυχή μου κλείνεται με το άνθος.

 

Μεσ’ στον ιδρώτα του έρωτα

που τον στεγνώνει ελαφρός αέρας

βαδίζω άσκοπα στους δρόμους έχοντας την αθωότητα.

 

Να είχα την ευλάβεια του δένδρου

τώρα που η νύχτα σήπεται κι ακούω τη φωνή

τα ερπετά θα μιλήσουν τη γλώσσα του θανάτου.

 

Η μοίρα του νερού στην πέτρα κι ο βαβυλώνιος ουρανός

αιχμάλωτα φυτά με τους αγγέλους

τα φοβισμένα σπλάχνα μου.

 

Στα παλιά καφενεία της Γενοβέφας

τον βλέπω συχνά και λογίζομαι –

θα ’ναι όλο σφυγμούς το κορμί του.

 

Απλώνει το χέρι του στα παιδιά που ιδρύουν τον κόσμο

βαθύτερα απ’ το πνεύμα ταραγμένος

Μικρό σαλιγκάρι φεύγει πάντα η μητέρα…

 

Έχει γδυθεί τον άνθρωπο και στρέφεται στα δίκαια δένδρα

το χέρι σου ο άνεμος άοπλο στήθος.

Τα ρούχα του είναι χαμηλός μαντρότοιχος.

 

Μη φεύγεις απ’ την αττική μου αίσθηση

συγκεχυμένος έτσι με την ομορφιά…

Τον δείχνουν κι αυτός γίνεται θάμβος.

 

Γαλάζιο απόγευμα ερυθρά νέφη κι οι βράχοι

κόκκινοι απ’ το ηλιοβασίλεμα

στη θάλασσα των ανταυγειών η φύση.

 

Ξανθή με τα μαλλιά της απ’ την ερημιά

έρχεται στη γαλάζια μνήμη ως τη νύχτα του άντρα

κι ο ύπνος τον γλιτώνει απ’ τον έρωτα.

 

Είναι τόσο μακριά το αρνί στον ήλιο

μονάχα ο θόρυβος λέει

πως έφυγε στο χόρτο.

 

Μια μύγα πίνοντας νερό με φανερώνει

μονάχη μεσ’ την κίνηση του καιρού

όλο τον κόσμο ανοίγει.

 

Κάθε πρωί πυροβολούν

μα ύστερα το φως λάμπει την ομορφιά

του πεπρωμένου.

 

Στενή βροχή τα γαλήνια κατατσρέφεις

όταν για λίγον Ιησού

διασχίζω τις κορυφωμένες αισθήσεις μου.

 

Μέσα στο μαύρο χάλκωμα της νύχτας

οι επιθυμίες

στους κήπους  του ερωτικού μεσονυκτίου η καμέλια.

 

Μικρή φωνή των ουρανών

ωραία σύννεφα λιλά στις κορυφές

την προσταγή σου μνημονεύω – όλα στ’ άνθη.

 

Η καρδιά μου είναι δίψα.

Χαίρε ήλιε μου σκοτεινέ

τολμώ μεσ’ στη νύχτα.

 

Είμαι της μοναξιάς κάποιο σύνεργο

κι είναι φτερά ο θεός. Μακριά ένας έλληνας

με το σφιγμένο πρόσωπο σπάζει τα δένδρα.

 

Το γιασεμί είναι τόσο βροχερό

δεν ευωδιάζει

αγγίζεται.

 

Φόβος θανάτου με κυκλώνει στις ημέρες

είχα ποθήσει την ψυχή μου θερινή

μεγάλες πέτρες του γιαλού θέλω να σας βλέπω.

 

Γράφοντας με τους ουρανούς

ανεβαίνω στα μαλλιά σου

κραυγάζοντας αθανασία.

 

Ω συννεφιά νυχτερινή με το χειμώνα

που με υψώνεις μυστικά

Ιδέα που για λίγο φανερώνεις το φεγγάρι.

 

Πως είναι όλα στου θεού τη διάρκεια βαλμένα

κι ο θάνατος πως είναι μια σταγόνα

επί των υδάτων.

 

Χώμα της λησμονιάς που εγκλείει την ανάμνηση

η ευγενής κυπάρισσος νέμεται

την άκρα ησυχία…

 

Ύστερα απ’ τ’ άνθη έζησα

μονάχος εγώ με τη μέλισσα

Ιωάννης των ακριδών.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961]

 

 

ΣΧΕΔΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ (από τη συλλογή ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961)

Ουρανέ ολόκληρε ανοίγει το άνθος

της φωνής μου ψηλά

έφυγαν όλα τα πουλιά μου το χειμώνα

δεν προσμένω σ’ αυτούς τους τόπους ελευθερώνω

αγγίζοντας έρημος το γερασμένο πρόσωπο της βροχής

κι όμως έρχεται απ’ την αύριο

με το φάσμα του τρόμου διασταυρώνομαι πάλι.

Δεν είναι πια η Άνοιξη

δεν είναι καλοκαίρι μα εγώ

ας ανοίξω το βήμα κι εδώ λησμονημένος

να δείξω την αιωνιότητα.

Έχω άλλωστε τα φτερά ταξιδεύω

πάνω απ’ τα γλυκύτερα

βάσανα του καλοκαιριού την ομορφιά του έαρος.

 

Ακούω τους ήχους των τυμπάνων σου Μελλοντικέ

όμως λυτρώσου από μας

πίσω δεν πάει  καιρός μονάχα σέβεται

το κορμί με τ’ άνθη του

ιδού λοιπόν γιατί το συντρίβει.

Λησμόνησέ μας.

 

Ακούω τη χαρά σου πολιτεία του θεού υπάρχεις

αλήθεια και δρόμος αργυρόχρωμα

κλαδιά κάτω απ’ τη σελήνη

η μυρωμένη η πορτοκαλιά το ρόδι

ευτυχισμένο λάλημα του πετεινού.

 

Όταν λαλεί ο πετεινός πώς σχίζει την καρδιά μου

τι ερημιά διαλαλεί στο σάπιο μεσημέρι.

Από χειμώνα σε αισθάνομαι πολιτεία του έρωτα

ο ήλιος ανατέλλει και τους πεθαμένους ίσκιους

ένα φως πανάρχαιο σάβανο δένοντας

σε λάμψεις τη μουσική μου.

 

Μεγάλη η νύχτα κι η ποίηση

τόσο χαμηλή για τους αναγκασμένους.

Χιλιάδες πόλεμοι συμβαίνουν στο κορμί μου.

Που είναι τα χρόνια των υακίνθων…

Ο ήλιος σου μάτωνε τα γόνατα κι οι άνθρωποι

φαίνονταν ευεξήγητοι

σαν τα φυτά τη βροχή τον ουρανό!

Και τώρα να η μοίρα μου

στην πόλη μέσα τη φρικτή

μ’ ενάντιο σπίτι ενάντιον άνεμο.

 

Έρημος τώρα ο βράχος της αγάπης-

μη με λησμονήσεις

πάνω του στα βραδινά πετρώματα

με το φεγγάρι καθαρό πουκάμισο.

Μη με λησμονήσεις βαθύτατε αέρα.

 

Τη νύχτ’ αναστενάζουμε.

Γλυκύτατη σελήνη φωτίζει τα πεύκα μου

έχει περάσει πια το μεσονύχτι

κι εγώ στρέφομαι στην πικρή κλίνη

είμαι ένας έρημος με δάφνες ένας μοναχικός

που χάθηκε στους κρυστάλλινους μακρινούς ήχους.

 

Της καρδιάς μου τα πικρά και μαύρα φύλλα

πνοή που να ’βγει απ’ τον ευλογημένο εντός μου

δεν τα κίνησε. Τώρα σε δίνες

έχω χαθεί κάποτε υπήρξα

ο άγγελος των ορατών όπως αγάπησε βαθιά.

 

Σε ακούω Εκτυφλωτικέ –

πώς έρχεται η φωνή σου απ’ τον ύπαιθρο

ήχοι μου ταπεινοί πλαγιαύλων

υπάρχω κι ακούω το ελεγείο.

 

Εγώ τότε τραγουδούσα:

Έρωτα με κατοίκησες πολύ

φύγε απ’ αυτό το σπίτι.

Δεν έχει ούτε ένα παράθυρο να βγει

στα δένδρα η ερημιά μου

σκόνες μονάχα και σύνεργα της ψυχής.

Οι άγιες εικόνες δεν υπάρχουν

έρωτα μη σημαίνεις πια.

Πρέπει ν’ αρχίσω απ’ τη λησμονιά.

Μη δείχνεις – είμαι ο ανώφελος το ξέρω

σώμα για θάνατο και θάνατο

που ελπίζει σ’ ένα φύλλο δένδρου.

Η φωνή μου λυγίζει.

Αλλά δεν παραδίνομαι αντίκρυ

σ’ αυτή τη δύση τρομαγμένος

εγώ μ’ όλο το αίμα μου

έτσι όπως πόνεσα στους δρόμους ατελείωτα

με τόσο σπαραγμό στα σύνορά μου.

Ο ουρανός είναι στον βαθυκύανο χειμώνα.

Το φως φωνάζει με τον κεραυνό.

Να με σώσουν τα όνειρα ή να με συντρίψουν

-ένα τ’ ονομάζω.

 ΤΑ ΛΥΠΗΡΑ

ΜΙΚΡΗ ΚΛΙΜΑΞ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Με λίγα ρούχα αιματωμένα βρέθηκε νεκρός

στη θερινή σελήνη και οι φυλλωσιές

του έδιναν τώρα τη δόξα που είναι

πάνω απ’ τις επιθυμίες καιρός

ακίνητος στους ήχους τους καθηγιασμένους.

Είχε μια φοβερή πληγή στην καρδιά του κι άλλες ακόμη

στη λεκάνη στα χέρια μεσ’ στο σεληνόφως

έβγαινε απ’ όλο το σώμα του η ομορφιά

σμίγοντας με τα χώματα.

Και μια στιγμή ο θεός έστειλε άγγελους γύρω του

άνθη φλογερά, ιμάτια από λευκή σιωπή

της νύχτας η κλίμαξ αυτός

ανέρχεται με λίγα ρούχα αοματωμένα.

 

Η ΕΛΕΝΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

Είναι σκιά

ενός άστρου που φλέγεται

της λεμονιάς το άρωμα Λευκή.

Χρόνια του έαρος

ω χρόνια καπνισμένα κι ο ουρανός αλήτευε στυφός.

Ελευθερώσετε τον ύπνο για την ωραιότητα

στο άλλο βράδυ πάνω σε φύλλα

τα νεαρά μου οστά.

 

ΕΜΝΗΣΘΗΝ ΗΜΕΡΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ

Τα μάτια κλείνοντας ολάντικρυ στον ήλιο

το μαύρο βλέπω και βούλες κίτρινες σ’ αυτό το χρώμα

το κόκκινο βαθύ κι όταν τρίβοντας τα μάτια μου κλεισμένα

με τα χέρια βλέπω απαλά πράσινα

τις σκοτεινές μου φλόγες μεσ’ στο μεσημέρι

που ανεβαίνουν στα ύψη σκοτεινά.

 

ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ ΣΕ ΤΕΛΕΙΟ ΦΩΣ

Άγγελος προς τον ήλιο της δικαιοσύνης ανεβαίνει

κατάλευκος απ’ την ουσία του ουρανού

είχε πολλά παιδιά ο καλός οικογενειάρχης

το σώμα του στάχτη

ο κόσμος ακόμη

η φωνή του στάχτη ο ευσχήμων

μεσ’ στην ψυχή μου και στις χιλιετηρίδες

Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ.

 

ΜΟΥΣΙΚΗ

Να ο έλληνας πάντα πικραμένος με γλυκιά μορφή

καμωμένος για τα βάσανα πώς τραγουδά και δένεται

στη μνήμη που έχει πάντα μουσική…

 [από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961]

 

 

Η ΛΙΤΑΝΕΥΣΗ (απ’ τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961)

Όταν παρέτυχα στη νύχτα που έλεγαν

«το άγιος θα περάσει απόψε»

δεν το πιστεύετε ίσως

αλλ’ όμως έτρεμαν

τα δάχτυλά της θάνατος

έκρουε τα φύλλα κι ακούονταν

φωνές ακίνητα

και εκκωφαντικά

τα νέα μου βήματα.

Οι άρρωστοι γέμιζαν το χώρο με στεναγμούς,

άλλοι με υψωμένα μάτια στο ξεχείλισμα των άστρων

άλλοι μου φάνηκαν όρθιο χώμα.

Γυρεύοντας μοναχικός

«εν μέσω των κινδύνων αισθάνεσαι την τελειότητα της στιγμής»

θυμήθηκα τα λόγια του φίλου

τις ταλαντεύσεις του φύλλου πριν λίγα λεπτά

καθώς έπεφτε από χέρι αδιάφορο.

Με της βροχής την ευωδιά στο ελληνικό τοπίο

άνθη ο άνεμος και οι ώρες

στο σώμα μου ή στα δένδρα τελειωμένες

αισθήσεις εδώ ψηλά προς τα ουράνια

μαύρες οπώρες οι πιστοί

πεσμένες και το μέλι σπάζοντας

τους φλοιούς έσμιγε χώμα και καρπό.

Είμαστε σαν την πανάρχαια ανακάλυψη της φωτιάς

ωφέλιμοι στο Θεό

γιατί είμαστε

αναφαίρετοι καλόγεροι σ’ αυτή την ερημιά

νόμοι μέσα στο θάνατο –

η φωνή του ηλικιωμένου ακούστηκε στις αμυγδαλιές

και ύστερα πάλι:

-Τα μαύρα σου μαλλιά πώς χύνονται

στα βροχερά δωμάτια.

Φως απ’ τις ασετυλίνες των στραγαλάδων

σε αρχέγονα ρούχα

μια γριά βυθισμένη που διάβαζε το συναξάρι

«εν μέσω των κινδύνων…» πλησίασα

γυρεύοντας μοναχικός

έφτυναν πασατέμπο οι ανυπόμονοι

μα δε θυμάμαι πια όταν κάποιος φώναξε:

-Επτά είναι οι φλόγες του στήθους.

Άνθρωπος ο ασυγχώρητος υπό το σεληνόφως

 

άνθρωπος ωσεί χόρτος υπό το σεληνόφως.

 

ΤΡΟΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΗΛΙΟΣ

Ανέζησε το καλοκαίρι

Ελένη σε μιαν Αττική απροσδόκητη.

Μεσ’ στην ψυχή μου είναι ακόμη η ώρα

(πέρασαν μήνες ερωτικοί…)

οπού βρεθήκαμε κάτω απ’ τα πεύκα

μετά το μεσημέρι στην ακρόπολη

ανάμεσα στις κίονες του ναού

κυμάτιζαν

γαλανά κομμάτια τ’ ουρανού απ’ την πύλη

του ναού θα ’λεγες έμπαινε κανείς στα ουράνια!

Ήλιος επάνω αλαλάζων

στη χυμένη πρωτεύουσα

κι εμείς βλέποντας τη σκοτεινή πέτρα

εκεί σ’ ένα άγνωστο πεύκο.

Αλλά στον Υμηττό μας απειλούσε μαύρη συννεφιά

με κεραυνούς που άνοιγαν τις φλέβες τους

ένας κατήφορος βροχής που χώρισε στα δυο τη φύση.

Μας άλλαξε η βροχή βαθαίνοντας το στήθος

κι αν τύχαμε στον ήλιο προς την καταστροφή

άγγιζαν τα μάτια.

Του κοριτσιού χαρούμενη λαλιά ως το θέατρο Διονύσου

-λίγο νεράκι του θεού χύθηκε στις κερκίδες

που ο ήλιος το ’παψε γοργά –

σε ακολούθησα με τρόπον ώστε να ονειρεύομαι

εκ γενετής αιχμάλωτος.

Δεν είσαι πια στο παιδικό παράθυρο στον ήλιο προχωρείς

μονάχη με τη μνήμη της θαλάσσης απ’ τον ήλιο.

Κι απ’ την ορμή μου δε βγαίνει άλλη ματιά

μόνον αυτή που σε κοιτάζει φίλη και ρημαγμένη μεσ’ στην ίριδα

καθώς το ανυπόδητο πέλμα σου θαυμάσιο

με βροχή πλένεις

στη μικρή κοιλότητα του χρόνου

στο μαρμάρινο κάθισμα του Ιεροφάντη.

Εκβάλλουν απέναντι την οργή τους οι ξένοι κεραυνοί.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961]


ΠΑΛΙΝΤΟΝΟΣ ΑΡΜΟΝΙΗ (από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961)

ΟΝΕΙΡΙΚΗ

Μωβ είναι το γκρίζο περιστέρι ολόγυρα

κι όνειρο πράσινο στο μικρό λαιμό του

ο έρωτας όπου

βασιλεύει μες το νερό

πάντα ο έρωτας το καλό ταξίδι ανοίγοντας

ωσάν θαλάσσιο πανί στην κίτρινη αυτή νύχτα.

Η Εύα που σέρνεται ανάμεσα στους καρπούς κρεμάμενους

έχοντας την ωραία μορφή της

να κοιτάζει τους καρπούς

κι ο έντρομος Χριστός υμνεί το έντομο.

 

ΛΥΤΗ ΩΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ

Δε με τρομάζει κανένα σώμα έλεγες

όταν έρημη στο ρουμάνι των βλαστήσεων

έκλεινες τους χυμούς της πυρκαγιάς

που είναι τα στήθη σου.

Εγώ τότε στους ώμους του προφήτη έβλεπα

τον Ιερό να μιλά

με το στεφάνι του πυρός ολόγυρα στο κεφάλι

σμήνος αγγέλων

και τον ποιητή βαθύν αέρα…

Τι θα έκανα τις πράξεις μου

αν δεν υπήρχε ο θάνατος.

 

ΑΛΛΑΓΜΕΝΗ ΩΡΑ

Πώς να υποφέρουμε τις πράξεις μας

κάτω απ’ τον αττικό ουρανό –

η αφοσίωση θέλει όλο το αίμα.

Γι αυτό ήρθα στον ήλιο βαθύτερος απ’ τον ήλιο

με το γαλάζιο περιλαίμιο.

Χρωματιστό γυαλί ουράνιο

στείλε μιαν αχτίδα στα πεζοδρόμια.

 

Τ’ ΑΝΘΗ ΒΡΟΧΕΡΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΩΝ ΩΡΩΝ ΜΟΥ

Έρωτα καταστρέφεις

αφαιρείς την ψυχή απ’ τα ουράνια

σχίζεις τα σωθικά

πώς να φανερώσω τη σκοτεινή σου προέλευση

έρωτα κέδρε με το άρωμα του φεύγοντος χρόνου.

 

Ιδού το μπαρ των ταραχών

με όλην αυτή την αναστάτωση έρωτα

και τα μάτια μου σύγχρονες ώρες

που ασπαίρουν στο collage.

 

Τι άλλο θα ήσουν

αρχίζει λησμοσύνη

ξεχνώ τα τρόλεϊ

παύουν οι προοπτικές

οι άλλοι χάνονται στην παρουσία τους –

μητέρα

είναι μια

μεθυσμένη λησμονιά.

Τι άλλο

θα ήσουν

έρωτα.

 

Ξανθά μαλλιά που δε με βοηθούν

όλα λοιπόν για σένα;

Είμαι θνητός και όταν εισχωρώ

αιωρούμενος τώρα στο φωταγωγό σου.

Κύριε κάνε πιο αισθητή την απειλή

πού να υποκύψω;

 

Μα ένας μαύρος ηγεμόνας

απ’ το φύλλωμα του νερού με συναρπάζει

στην όχθη τούτη πώς ταράζει το κύμα –

το πλοιάριο εντούτοις

με τόση λάμψη του χρυσού σκοτάδι.

 

Ίσως εδώ ν’ αναστηθώ

πόση χαρά πορεύεται,

χόρεψε

φίλη: Ο θάνατος

με κλέβει.

 

Κάλυψέ με.

 

ΑΝ ΕΙΔΑΤΕ ΤΗ ΜΟΝΑΞΙΑ ΠΟΤΕ ΠΙΣΩ ΑΠ’ ΤΟ ΤΖΑΜΙ ΝΑ ΣΑΣ ΑΠΕΙΛΕΙ Μ’ ΕΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙ ΣΙΩΠΗ ΠΟΥ ΑΡΓΑ ΘΑ ΣΧΙΣΕΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΣΑΣ ΣΤΗΘΟΣ… (Θα με αγαπήσετε…)

Σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες του Λόγου «η Ποίηση δεν γίνεται με ιδέες αλλά με λέξεις» γι’ αυτό ίσως ποτέ δεν θα μάθουμε τι είναι στ’ αλήθεια τα Ποιήματα (φενάκη, φρεναπάτη; ταραχώδη κύματα; είναι εκδορές, απλά γδαρσίματα;): πολλοί «τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα», ο Νίκος Καρούζος τα λέει «ενθύμια φρίκης». Για του λόγου το αληθές … επιλογές λέξεων από τις ποιητικές συλλογές του, κάτι σαν Δοκιμές Νάρκης του Άλγους, που «εν Φαντασία και Λόγω, κάμνουνε για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή απ’ το μαχαίρι του χρόνου… Διερώτηση για να μην κάθομαι άεργος; ή δουλειά δεν είχε ο διάβολος… αλητεύει στους αμέτρητους ίμερους, αλητεύει στα σώματα των απέραντων γυναικών και στη μιλιά μας, στην πείνα και στην ακάλεστη δίψα… Αχ Σιωπή παντοτινή του Είναι σπλαχνοσύνη… Ποια είναι εμένα η συχνότητά μου στο απόλυτο; Δεν έχει δόξα η ζωή ψηλότερη απ ’να κυπαρίσσι… Εντελέχεια κι ακαριαία θρησκεία που ειπώθηκε Λύση: είναι ένα είδος του Είναι εκείνο το ρημάδι το μη-Είναι!.. Ναν τα κάνουμε λοιπόν επιφωνήματα και τα 2


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ